- κοσκινηδον
- κοσκινηδόνκοσκῐνη-δόνadv. словно в решете
οἱ σεισμοὴ κ. Luc. — толчки как в решете, т.е. земля дрожала, словно ее трясли в решете
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οἱ σεισμοὴ κ. Luc. — толчки как в решете, т.е. земля дрожала, словно ее трясли в решете
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοσκινηδόν — (ΑM) επίρρ. με τον τρόπο που κοσκινίζει κάποιος («οἱ σεισμοὶ δὲ κοσκινηδὸν καὶ ἡ χιὼν σωρηδὸν καὶ ἡ χάλαζα πετρηδόν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βαθμ ηδόν, σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek
κοσκινηδόν — as in a sieve indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… … Dictionary of Greek